κοινοβίου

κοινοβίου
κοινόβιον
living in community with others
neut gen sg
κοινόβιος
living in community with others
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • COENOBIUM — Graece Κοινόβιον, dicta est conversatio eorum, qui ex collatis opibus vivebant. Instituti auctor Pythagoras, qui demi suae plurimos habebat iuvenes, quos hôc pactô alebat; Unde apud A. Gellium, l. 1. c. 9. et Laertium, l. 8. legimus, omnes simul …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβιάρχης — ο, θηλ. κοινοβιάρχισσα (AM κοινοβιάρχης) 1. ο προϊστάμενος κοινοβίου 2. ο ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, τελετ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • κοινοβιάτης — ο, θηλ. κοινοβιάτισσα (Μ κοινοβιάτης) [κοινόβιον] 1. μέλος κοινοβίου 2. ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο, σε κοινοβιακή μονή …   Dictionary of Greek

  • κοινοβιακός — ή, ό (AM κοινοβιακός, ή, όν) [κοινόβιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινόβιο («κοινοβιακή ζωή»). επίρρ... κοινοβιακά (Μ κοινοβιακῶς) με τον τρόπο τού κοινοβίου, με κοινή ζωή …   Dictionary of Greek

  • κοινοβιώτης — κοινοβιώτης, ὁ (Α) μέλος τού μοναστηριακού κοινοβίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινοβίωσις] …   Dictionary of Greek

  • κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… …   Dictionary of Greek

  • συγκοινοβιώτης — ὁ, Μ άτομο που ζει μαζί με άλλο ή με άλλους σε κοινόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοινοβιώτης «μέλος κοινοβίου» (< κοινόβιος)] …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρίδης, Φώτιος — (Μυτιλήνη 1830 – Ιεροσόλυμα 1893). Λόγιος, θεολόγος και μέγας αρχιδιάκονος Ιεροσολύμων. Σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και μετά στη Γερμανία. Το 1863 διορίστηκε καθηγητής στη θεολογική σχολή του Σταυρού των Ιεροσολύμων και μετά από… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”